-
1 укрепление
тех. η ενίσχυση, η ενδυνάμωση, το δυνάμωμα, η στερέωση, η σταθεροποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > укрепление
-
2 вдоль
вдоль κατά μήκος' \вдоль берега моря (реки ) κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)* * *вдоль бе́рега мо́ря (реки́) — κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)
-
3 вдоль
вдольнареч и предлог с род. п. κατά μήκος:\вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις. -
4 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς.